Τρίτη 10 Ιουλίου 2007

ΒΙΟΓΡΑΦΙΕΣ

ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ ΝΙΚΟΣ
























Γεννήθηκε το 1910 στη Μαντζουρία από γονείς Κεφαλονίτες. Η οικογένεια του έζησε ένα μικρό χρονικό διάστημα στην Κεφαλονιά και ύστερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στον Πειραιά, όταν ο Ν.Κ. ήταν μόλις 11 ετών. Στον Πειραιά ο ποιητής τελειώνει το Γυμνάσιο. Μαθητής ακόμη του δημοτικού, γράφει τα πρώτα του ποιήματα.
Ταξίδεψε από πολύ μικρός. Το 1929 μπαίνει υπάλληλος σ' ένα ναυτικό γραφείο. Αντέχει μόνο λίγους μήνες να βλέπει τους άλλους να ταξιδεύουν. Τα καράβια κι η θάλασσα τον μαγεύουν. Μπαρκάρει ναύτης σε ένα φορτηγό, και για αρκετά χρόνια γυρίζει πίσω μονίμως ταλαιπωρημένος και αδέκαρος. Αρχικά σκεφτόταν να γίνει καπετάνιος, μα τα χρόνια είχαν περάσει, τα είχε φάει στη λαμαρίνα και το δίπλωμα του ασυρματιστή ήταν ο μόνος σύντομος κι αξιοπρεπής δρόμος για τα καράβια.
Παίρνει το δίπλωμα του το 1939, αλλά αντί να μπαρκάρει υπηρετεί την πατρίδα στην Αλβανία. Μόλις τελείωσε ο πόλεμος, το 1944, ξαναμπαρκάρει, αδιάκοπα πια, ως ασυρματιστής, γυρίζοντας όλο τον κόσμο, ως το Νοέμβρη του 1974. Τρεις μήνες μόνο άντεξε μακριά από τη θάλασσα. Πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο στις 10 Φεβρουαρίου του 1975 στον Πειραιά.
Τα ποιήματα του είναι βιωματικά και συνεπώς ρεαλιστικά. Εμπνέεται από τα καράβια, τους ναυτικούς, τους έρωτες, τους καυγάδες, τον θάνατο και γενικότερα από το "ταξίδι", με κάθε σημασία της λέξης. Η γλώσσα του είναι ένα μείγμα ναυτικής ορολογίας, κεφαλονίτικων ιδιωματισμών και αυθεντικής λαϊκής ελληνικής γλώσσας. 
Έγραψε μόνο τρεις ποιητικές συλλογές, ένα μυθιστόρημα και τρία μικρά πεζά: "Μαραμπού", "Πούσι", "Τραβέρσο" ποιητικές συλλογές, "Βάρδια" μυθιστόρημα, "Του Πολέμου", "Τ' 'Αλογό Μου" & "Λι" μικρά πεζά. Η μελοποίηση πολλών ποιημάτων του τον έκανε έναν από τους πιο δημοφιλής μας ποιητές. Δυστυχώς, ο θάνατος του δεν του επέτρεψε να βιώσει την αναγνωρισιμότητα του.
Έμεινε σε όλη την ζωή του ταπεινός και πέθανε με τον πιο άτιμο θάνατο. Άφησε την τελευταία του πνοή στην στεριά χωρίς να αποχαιρετήσει την θάλασσα που τόσο αγάπησε..

Νίκος Καββαδίας

ΜΑΡΑΜΠΟΥ, ποιητική συλλογή

(Στον Μεμά Γαλιατσάτο)

Τον Ιούνιο του 1933 σε ηλικία 23 ετών , ο μεγάλος ποιητής εκδίδει την πρώτη ποιητική συλλογή του, με δικά του έξοδα. Ο τίτλος της δεν είναι τυχαίος. Ο ποιητής ήδη απο πολύ μικρή ηλικία χρησιμοποίησε ως παρωνύμιο το Μαραμπού, το κακοσημαδεμένο και καταραμένο τροπικό πουλί με το οποίο είχε ταυτίσει τον εαυτό του.



ΜΑΡΑΜΠΟΥ

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εζήσαμε μαζί
πως είμαι κακοτράχαλο τομάρι διεστραμμένο,
πως τις γυναίκες μ' ένα τρόπον ύπουλο μισώ
κι ότι μ' αυτές να κοιμηθώ ποτέ μου δεν πηγαίνω.

Ακόμα, λένε πως τραβώ χασίσι και κοκό,
πως κάποιο πάθος με κρατεί φριχτό και σιχαμένο,
κι ολόκληρο έχω το κορμί με ζωγραφιές αισχρές,
σιχαμερά παράξενες, βαθιά στιγματισμένο.

Ακόμα, λένε πράματα φριχτά πάρα πολύ,
που είν' όμως ψέματα χοντρά και κατασκευασμένα,
κι αυτό που εστοίχισε σε με πληγές θανατερές
κανείς δεν το 'μαθε, γιατί δεν το 'πα σε κανένα.

Μ' απόψε, τώρα που έπεσεν η τροπική βραδιά,
και φεύγουν προς τα δυτικά των Μαραμπού τα σμήνη,
κάτι με σπρώχνει επίμονα να γράψω στο χαρτί,
εκείνο, που παντοτινή κρυφή πληγή μου εγίνη.

Ήμουνα τότε δόκιμος σ' ένα λαμπρό ποστάλ
και ταξιδεύαμε Αίγυπτο γραμμή Νότιο Γαλλία.
Τότε τη γνώρισα - σαν άνθος έμοιαζε αλπικό -
και μια στενή μας έδεσεν αδελφική φιλία.

Αριστοκρατική, λεπτή και μελαγχολική,
κόρη ενός πλούσιου Αιγύπτιου όπου 'χε αυτοκτονήσει,
ταξίδευε τη λύπη της σε χώρες μακρινές,
μήπως εκεί γινότανε να τηνε λησμονήσει.

Πάντα σχεδόν της Μπασκιρτσέφ κρατούσε το Ζουρνάλ,
και την Αγία της Άβιλας παράφορα αγαπούσε,
συχνά στίχους απάγγελνε θλιμμένους γαλλικούς,
κι ώρες πολλές προς τη γαλάζιαν έκταση εκοιτούσε.

Κι εγώ, που μόνον εταιρών εγνώριζα κορμιά,
κι είχα μιαν άβουλη ψυχή δαρμένη απ' τα πελάη,
μπροστά της εξανάβρισκα την παιδική χαρά
και, σαν προφήτη, εκστατικός την άκουα να μιλάει.

Ένα μικρό της πέρασα σταυρό απ' το λαιμό
κι εκείνη ένα μου χάρισε μεγάλο πορτοφόλι
κι ήμουν ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος της γης,
όταν εφθάσαμε σ' αυτήν που θα 'φευγε, την πόλη.

Την εσκεφτόμουνα πολλές φορές στα φορτηγά,
ως ένα παραστάτη μου κι άγγελο φύλακά μου,
και μια φωτογραφία της στην πλώρη ήταν για με
όαση, που ένας συναντά μες στην καρδιά της Άμμου.

Νομίζω πως θε να 'πρεπε να σταματήσω εδώ.
Τρέμει το χέρι μου, ο θερμός αέρας με φλογίζει.
Κάτι άνθη εξαίσια του ποταμού βρωμούν,
κι ένα βλακώδες Μαραμπού παράμερα γρυλίζει.

Θα προχωρήσω!...ΜΙα βραδιά σε πόρτο ξενικό
είχα μεθύσει τρομερά με ουίσκυ, τζιν και μπύρα,
και κατά τα μεσάνυχτα, τρικλίζοντας βαριά,
το δρόμο προς τα βρωμερά, χαμένα σπίτια επήρα.

Αισχρές γυναίκες τράβαγαν εκεί τους ναυτικούς,
κάποια μ' άρπαξ' απότομα, γελώντας, το καπέλο
(παλιά συνήθεια γαλλική του δρόμου των πορνών)
κι εγώ την ακολούθησα σχεδόν χωρίς να θέλω.

Μια κάμαρα στενή, μικρή, σαν όλες βρωμερή,
οι ασβέστες απ' τους τοίχους της επέφτανε κομμάτια,
κι αυτή ράκος ανθρώπινο που εμίλαγε βραχνά,
με σκοτεινά, παράξενα, δαιμονισμένα μάτια.

Της είπα κι έσβησε το φως. Επέσαμε μαζί.
Τα δάχτυλά μου καθρά μέτρααν τα κόκαλά της.
Βρωμούσε αψέντι. Εξύπνησα, ως λένε οι ποιητές,
"μόλις εσκόρπιζεν η αυγή τα ροδοπέταλά της".

Όταν την είδα και στο φως τ' αχνό το πρωινό,
μου φάνηκε λυπητερή, μα κολασμένη τόσο,
που μ' ένα δέος αλλόκοτο, σα να 'χα φοβηθεί,
το πορτοφόλι μου έβγαλα γοργά να την πληρώσω.

Δώδεκα φράγκα γαλλικά...Μα έβγαλε μια φωνή,
κι είδα μια εμένα να κοιτά με μάτι αγριεμένο,
και μια το πορτοφόλι μου...Μ' απόμεινα κι εγώ
ένα σταυρόν απάνω της σαν είδα κρεμασμένο.

Ξεχνώντας το καπέλο μου βγήκα σαν τον τρελό,
σαν τον τρελό που αδιάκοπα τρικλίζει και χαζεύει,
φέρνοντας μέσα στο αίμα μου μια αρρώστια τρομερή,
που ακόμα βασανιστικά το σώμα μου παιδεύει.

Λένε για μένα οι ναυτικοί που εκάμαμε μαζί
πως χρόνια τώρα με γυναίκα εγώ δεν έχω πέσει,
πως είμαι παλιοτόμαρο και πως τραβάω κοκό.
Μ' αν ήξεραν οι δύστυχοι, θα μ' είχαν συγχωρέσει...

Το χέρι τρέμει...Ο πυρετός...Ξεχάστηκα πολύ,
ασάλευτο ένα Μαραμπού στην όχθη να κοιτάζω.
Κι έτσι καθώς επίμονα κι εκείνο με κοιτά,
νομίζω πως στη μοναξιά και στη βλακεία του μοιάζω...


ΕΝΑΣ ΔΟΚΙΜΟΣ ΣΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΕΝ ΩΡΑ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Στο ημερολόγιο γράψαμε: "Κυκλών και καταιγίς".
Εστείλαμε το S.O.S. μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια.

Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν - Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.
Μια μάνα μόνο σκέφτομαι στυγνή και σκυθρωπή,
που χρόνια τώρα και καιρούς το γιο της περιμένει.

Το ξέρω πως η θέση μας είναι άσχημη πολύ.
Η θάλασσα τη γέφυρα με κύματα γεμίζει
κι εγώ λυπάμαι μοναχά που δεν μπορώ να πω
σε κάποιον, κάτι που πολύ φριχτά με βασανίζει.

Θεέ μου! είμαι μοναχά δεκαεννιά χρονών,
κι έχω σε μέρη μακρινά πολλές φορές γυρίσει.
Θεέ μου! έχω μιαν άκακη, μια παιδική καρδιά,
αλλά πολύ έχω πλανηθεί, κι έχω πολύ αμαρτήσει.

Συχώρεσέ με...Κάποτες όπου 'χα πιει πολύ
και δεν εκαταλάβαινα το τι έκανα, στο Αλγέρι,
για μιαν μικρήν Αράπισσα, που εχόρευε γυμνή,
επέταξα κατάστηθα σε κάποιον το μαχαίρι.

Συχώρεσέ με...Μια βραδιά θολή στο Σάντα Φε,
καθώς κάποια με κράταγε σφιχτά στην αγκαλιά της,
ετράβηξα απ' την κάλτσα της μια δέσμη από λεφτά
που όλη τη μέρα εμάζευεν απ' την αισχρήν δουλειά της.

Κι ακόμα, Κύριε...ντρέπομαι να το συλλογιστώ,
(μα ήτανε τόσο κόκκινα κι υγρά τα ωραία του χείλια
και κάποια κάπου ολόλυζε κιθάρα ισπανική...)
κοιμήθηκα μ' έναν μικρόν εβραίο στη Σεβίλλια.

Κύριε...ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό
σε λίγο στις υδάτινες ειρκτές νεκρό θα πέσει...
Μα τέσσερα όμως σκέ
φτομαι γαλόνια εγώ χρυσά
κι ένα θλιμμένο δόκιμο, που
δε θα τα φορέσει...


ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΤΩΝ ΦΟΡΤΗΓΩΝ

Οι ναυτικοί στα φορτηγά πάντα μια γάτα τρέφουν,
που τη λατρεύουνε, χωρίς να ξέρουν το γιατί,
κι αυτή, σαν απ' τη βάρδια τους σχολάνε κουρασμένοι,
περήφανη στα πόδια τους θα τρέξει να τριφτεί.

Τα βράδια, όταν η θάλασσα χτυπάει τις λαμαρίνες,
και πολεμάει με δύναμη να σπάσει τα καρφιά,
μέσα στης πλώρης τη βαριά σιγή, που βασανίζει,
είναι γι' αυτούς σα μια γλυκιά γυναικεία συντροφιά.

Είναι περήφανη κι οκνή, καθώς όλες οι γάτες,
κι είναι τα γκρίζα μάτια της γιομάτα ηλεκτρισμό
κι όπως χαϊδεύουν απαλά τη ράχη της, νομίζεις
πως αναλύεται σ' ένα αργό και ηδονικό σπασμό.

Στο ρεμβασμό και στο θυμό με τη γυναίκα μοιάζει
κι οι ναύτες περισσότερο την αγαπούν γι' αυτό
κι όταν αργά και ράθυμα στα μάτια τους κοιτάζει,
θαρρείς έναν παράξενο πως φέρνει πυρετό.

Της έχουν πάντα στο λαιμό μια μπακιρένια γύρα,
για του σιδέρου την κακήν αρρώστια φυλαχτό,
χωρίς όμως, αλίμονο, ποτέ να κατορθώνουν
να την φυλάξουν απ' το μαύρο θάνατο μ' αυτό.

Γιατί είναι τ' άγρια μάτια της υγρά κι ηλεκτρισμένα
κι έτσι άθελα το σίδερο το μαύρο τα τραβά,
κι ουρλιάζοντας τρελαίνεται σ' ένα σημείο κοιτώντας
φέρνοντας δάκρυα σκοτεινά στους ναύτες και βουβά.

Λίγο πριν απ' το θάνατον από τους ναύτες ένας,
- αυτός οπού 'δε πράματα στη ζήση του φριχτά -
χαϊδεύοντάς την, μια στιγμή στα μάτια την κοιτάζει
κι ύστερα μες στη θάλασσα την άγρια την πετά.

Και τότε οι ναύτες, που πολύ σπάνια λυγά η καρδιά τους,
πάνε στην πλώρη να κρυφτούν με την καρδιά σφιχτή,
γεμάτη μια παράξενη πικρία που όλο δαγκώνει,
σαν όταν χάνουμε θερμή γυναίκα αγαπητή.


ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ

Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικανικόν ατσάλινο μαχαίρι
- όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες -
που από ένα γέρον έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι.

Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιογραφίαν του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:

"Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.

Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.

Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.

Σκύψε και δες το, μι' άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν' αλαφρή, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις."
- Πόσο έχει; - Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ' το.

Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που ιδιοτροπία μ' έκαμε και το 'καμα δικό μου
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...


ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

"Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει...", Καίσαρ Εμμανουήλ

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη.

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφέιου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιον τρόπο που, όπως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ...Σκεφτείτε...Εγώ.
Ένα καράβι...Να σας πάρει, Καίσαρ...Να μας πάρει...
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.

Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
- Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες οι ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα,
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή η ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
εσείς τσιγάρα "Κάμελ" να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.

Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβουο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε - ίσως - τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι από ένα χωματένιο πεζό μνήμα,
δε θα 'ναι ποιητικότερο και πι' όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, "καπνός κι αθάλη",
που ίσως διαβάζοντάς τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθείτε.
Κι όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.


Ο ΠΙΛΟΤΟΣ ΝΑΓΚΕΛ

Στον ποιητή Νίκο Ράντο

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγός πιλότος στο Κολόμπο,
άμα έδινε κανονική πορεία στα καράβια
που φεύγαν για τους άγνωστους και μακρινούς λιμένες,
κατέβαινε στη βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος,
με τα χοντρά τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ένα παλιό χωμάτινο τσιμπούκι,
και σε μια γλώσσα βορινή σιγά μονολογώντας
έφευγε μόλις χάνονταν ολότελα τα πλοία.

Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογίζονταν τη μακρινή του χώρα
και τα νησιά που 'ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.
Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το Steamer Tank "Fjord Folden"
όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν...

ΕΧΩ ΜΙΑ ΠΙΠΑ

Στον ποιητή Απ. Μελαχρινό

Έχω μια πίπα ολλανδική από ένα μαύρο ξύλο,
όπου πολύ παράξενα την έχουν σκαλισμένη.
Έχει το σχήμα κεφαλιού Γοργόνας με πλουμίδια.
Κι ένας σ' εμέ ναύτης Δανός την έχει χαρισμένη.

Και μου 'πε αυτός πως μια φορά του την επούλησε ένας,
στην Αλεξάντρεια, έμπορος ναρκωτικών, Αράπης,
και στον Αράπη - λέει - αυτόν, την είχε δώσει κάποια,
σε κάποιο πόρτο μακρινό, γυναίκα της αγάπης.

Πολλές φορές, τις βραδινές σκοτεινιασμένες ώρες,
ανάβοντας την πίπα αυτή, σε μια γωνιά καπνίζω,
κι ο γκρίζος βγαίνοντας καπνός σιγά με περιβάλλει,
κάνοντας ένα γύρω μου κενό, μαβί και γκρίζο.

Και πότε μια ψηλή, ο καπνός, γυναίκα σχηματίζει,
πότε ένα πόρτο ξενικό πολύ και μακρυσμένο.
Και βλέπω μες στους δρόμους του τους κρύους και βραδιασμένους
να περπατά έναν ύποπτο Αράπη μεθυσμένο.

Και βλέπω πάλι, άλλες φορές, μια γρήγορη γαλέρα
με τα πανιά της ανοιχτά στο αβέβαιο να αρμενίζει
κι απάνω στο μπαστούνι της να κάθεται ένας ναύτης,
να 'χει μια πίπα - όπως αυτήν εγώ - και να καπνίζει.

Έχω μια πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη.
Βλέπω καπνίζοντας τα πιο παράδοξα όνειρά μου.
Σκέφτομαι: "Θα 'ναι μαγική". Μα πάλι λέω: μη φταίει
ο εγγλέζικος βαρύς καπνός και η νευρασθένειά μου;


Η ΜΑΪΜΟΥ ΤΟΥ ΙΝΔΙΚΟΥ ΩΚΕΑΝΟΥ

Κάποτε, σ’ ένα μακρινό λιμάνι του Ινδικού,
δίνοντας μια πολύχρωμη μεταξωτή γραβάτα
σ’ έναν αράπη, μια μικρήν αγόρασα μαϊμού
με μάτια γκρίζα, σκοτεινά και πονηριά γεμάτα.

Ένα τσιμπούκι δάγκωνε στο στόμα της χοντρό
και το ‘βγαζε όταν ήθελε μονάχα να φυσήσει
έναν καπνό πολύ βαρύ, που, ως μου ‘πε ο πουλητής,
ήταν οπίου, που από μικρή την είχε συνηθίσει.

Τις πρώτες μέρες μοναχή στης πλώρης μια γωνιά,
ξερνούσε και με κοίταζε βουβή και λυπημένη,
μα σαν επέρασε καιρός, ερχόταν μοναχή
κι ώρες πολλές στον ώμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.

Όταν στη γέφυρα έκανα τη βάρδια της νυχτός
κι η νύστα βασανιστικά τα μάτια μου ετρυπούσε,
στον ώμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπή
και σοβαρά μαζί μ’ εμέ τον μπούσουλα εκοιτούσε.

Στα πόρτα της αγόραζα μπανάνες και γλυκά
κι έξω με μι’ άλυσο μικρή την έβγαζα δεμένη
κι αφού σ’ όλα καθόμαστε κι επίναμε τα μπαρ,
στο φορτηγό γυρίζαμε κι οι δυο μας μεθυσμένοι.

Δε θύμωνε και μου ‘δειχνε πολύ πως μ’ αγαπά,
ούτε κακά την άκουσα ποτέ να μου γρυλίσει.
Φαινόταν πως συνήθισε τις κακουχίες κι εμέ,
κι εγώ σαν έναν άνθρωπο την είχα συνηθίσει.

Κάποια φορά που επήγαινα μαζί της σκεφτικός
εξέφυγ' απ’ τα χέρια μου χαρούμενη και πάει.
είχε προτέρημα πολύ μεγάλο: να σιωπάει.
Μα κάτι είχε απ’ την ύπουλη καρδιά της γυναικός.


ΕΝΑΣ ΜΑΥΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ

του Ι. Πικραμένου

Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην καμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει,
κι ώρες πολλές για πράγματα περίεργα μου μιλούσε.

Μου 'λεγε πως καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Αντεν πως, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη
κι έπειτα πως φωνάζουνε και πως μονολογούν
όταν η ζάλη μ' όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.

Μου 'λέγ' ακόμα ότ' είδ' αυτός, μια νύχτα που 'χε πιει,
πως πάνω σ' άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
- Σαν πάμε στο Άντεν, μου 'λεγε, και συ θα δοκιμάσεις.

Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του 'λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το 'να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.

Μες το τεράστιο σώμα του είχε μι' αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα - στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.

Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ' τον πυρετό,
πέρα στην Απω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ,
και δώσ' του εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.


GABRIELLE DIDOT

Το βράδυ ετούτο κάρφωσε μ’ επιμονή το νου μου
κάποια γυναίκα που άλλοτες εγνώρισα, κοινή,
που ωστόσο αυτή ξεχώριζεν από τις αδελφές της,
γιατί ήταν πάντοτε σοβαρή, θλιμμένη και στυγνή.

Θυμάμαι που την πείραζαν συχνά τ’ άλλα κορίτσια,
γελώντας την για το ύφος της το σοβαρό,
και μεταξύ τους έλεγαν, αισχρό κάνοντας σχήμα,
πως θα συνήθιζε και αυτή με τον καιρό.

Κι αυτή, ψυχρή και σιωπηλή, καθόταν στη γωνιά της,
ενώ μια γάτα χάιδευε με αυτάκια μυτερά
κι ένα σκυλί που δίπλα της στεκόταν λυπημένο –
ένα σκυλί όπου ποτέ δεν κούναε την ουρά.

Κι έμοιαζ’ η γάτα, που αυστηρή την κοίταζε στα μάτια,
η πλήξη ως να ‘ταν, που με μάτια κοίταε ζοφερά,
και το σκυλί που εδάγκωνε το κάτασπρό της χέρι,
η τύψη ως να ‘ταν έμοιαζε, που δάγκωνε σκληρά.

Πολλές φορές περίεργες την εκύκλωναν σκέψεις
και προσπαθούσε – μου ‘λεγε- συχνά να θυμηθεί,
το νου της βασανίζοντας τις ώρες της ανίας,
όσους μαζί της είχανε μια νύχτα κοιμηθεί.

Ώρες πολλές εκοίταζε τα σκοτεινά της μάτια
κι ενόμιζα πως έβλεπα βαθιά μέσα σε αυτά
τρικυμισμένες θάλασσες, νησιά του αρχιπελάγους
και καραβάκια που έφευγαν με τα πανιά ανοιχτά.

Απόψε αναθυμήθηκα κάποια κοινή γυναίκα
κι ένα τραγούδι εσκάρωσα σε στύλ μπωντλαιρικό,
που ως το διαβάζεις, σιωπηλέ, παράξενε αναγνώστη,
γελάς γι’ αυτόν που το ‘γραψε, με γέλιο ειρωνικό.


ΟΙ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣ ΤΩΝ ΝΑΥΤΙΚΩΝ

Στον Θανάση Καραβία

Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.

Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.

Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.

Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.

Και οι Ελληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν, το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή ''Πάτερ ημών...''
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.


A BORD DE L' "ASPASIA"

Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθiμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μιά σαίζ-λόγκ πεσμένη, κάτωχρη
απ' την γνωστή και θλιβερότατην αιτία.

Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ' ό,τι σου λεγαν πικρογέλαγες, γιατί ένιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.

Κάποια βραδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου:
" Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!"

'Υστερα σ'είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κ' εγώ, που την υγρή έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω.


ΓΡΑΜΜΑ ΑΠ' ΤΗ ΜΑΡΣΙΛΙΑ

Έσχισα, φίλε μου, πολλά χαρτιά για να σου γράψω.
Εδώ η Μαρσίλια μ’έκανε πολύ να ζαλιστώ,
κι όμως δεν πέρασε στιγμή, πιστέφτε, αγαπητέ μου,
χωρίς και μες στη ζάλη μου να σας συλλογιστώ.

Σας σκεφτόμουν στο Μπουλβάρ ντε Νταμ σαν περπατούσα
ανάμεσα σε δυο τροτέζ που έκαναν σαν τρελές,
ενώ μιλώντας δυνατά τριγύρω μου περνούσαν
άνθρωποι απ’ όλες, θα ‘λεγες, του κόσμου τις φυλές.

Κι έπειτα πάλι στη μεστή από κόσμο Κανναμπιέρα,
στο Πόρτο Βέκκιο, στην τεφρήν οδό Σαιντ Ονορέ,
κι ακόμα, συγχωρήστε με, σας ένιωθα μαζί μου
στα θορυβώδη και γιομάτα κόσμο καμπαρέ.

Βορινοί ναύτες μπλέκονται με θερμαστές του Νότου,
στα γόνατά τους κάθονται κορίτσια της δουλειάς,
παίζει το πιάνο μοναχό και μια μικρή σφυρίζει
έναν παράταιρο σκοπό μιας μελωδίας παλιάς.

Κι ύστερα απ’ το Ταρτάν εβγήκα μεθυσμένος
και νόμιζα το σώμα μου ανάξιο και μικρό,
πολύ κοντά σας ένιωθα να μου χαμογελάτε
μ’ εκείνο το παράξενο το γέλιο, το πικρό.

Και μόνον όταν στην Κορνίς, σε κάποιο γκρίζο σπίτι,
γύρω από εβραίους που ‘χανε με γυναικεία ντυθεί,
σας έχασα για μια στιγμή απ’ τα μάτια μου, μου εφάνη
ο φύλακας μου άγγελος πως είχε πια χαθεί.

Αύριο φεύγω και μαζί μου φέρνω στην Αθήνα
αναμνήσεις παράξενες, πολλές, με το σωρό
και κάποιο δώρο θλιβερό, προϊόν της Μασσαλίας,
που μια Πωλίν μου χάρισε προχθές στα Numeros...


Ο ΠΛΟΙΑΡΧΟΣ ΦΛΕΤΣΕΡ

Στον ποιητή Κώστα Ουράνη

Ο πλοίαρχος Φλέτσερ έριξε το «Σχελδ» στον Ματαπά
μια μέρα που των θαλασσών παλεύαν τα στοιχεία,
γιατί ήλιος δεν φαινότανε το στίγμα του να βρει
ούτε μπορούσε από τις στεριές να πάρει αντιστοιχία.

Κι αυτό στο μέρος που έπεσε σφήνωσε βαθιά,
τόσο που οι βράχοι οι μυτεροί μεμιάς το καταστρέψαν,
μα τίποτ’ απ’ το πλήρωμα δεν έπαθε κανείς
κι όλοι με κάποιο ρυμουλκό στον Πειραιά επιστρέψαν.

Σε λίγες μέρες φύγανε, τρισάθλιοι ναυαγοί,
μια μελαγχολική, στυγνά θλιμμένη συνοδεία,
κι έμεινε ο Φλέτσερ μοναχά, ζητώντας στο πιοτό
την πίκρα του στα βρωμερά να πνίξει καφωδεία.

Κοντός, με το πηλήκιό του, το γείσο το χρυσό,
και με τα τέσσερα χρυσά γαλόνια του, τ’ ατέρια,
έμπαινε μόλις άρχιζε ν’ απλώνεται η νυχτιά,
και την αυγήν αναίσθητο τον βγάνανε στα χέρια.

Μα τα γαλόνια ξέφτισαν και σχίστηκε η στολή,
τα ωραία του τα ρούχα επούλησε, την πέτσινή του τσάντα,
κι ένα εργαλείον εκράτησε μοναχά, το ναυτικό,
τ’ όργανο εκείνο που μετράν τον ήλιο, τον εξάντα.

Η στενοχώρια και το αλκοόλ δουλεύοντας σιγά,
μέρα με τη μέρα σ’ ένα χαίνον χάσμα τον ωθούσαν.
Τρελάθηκε. Τον πείραζαν στους δρόμους τα παιδιά,
Κι οι ψείρες πάνω στα ξανθά του γένια επερπατούσαν.

Όταν ο ήλιος φλόγιζε τον αττικό ουρανό,
αυτός με τον εξάντα του στο χέρι εξεκινούσε,
το ύψος γοργά υπολόγιζε σε μια μαούνα ορθός,
κι ύστερα αισχρά μουντζώνοντας τον ήλιο, εβλαστημούσε.

Μα κάποια μέρα βλέποντας με τ’ όργανό του ψηλά,
έφυγε για το σκοτεινό λιμάνι του θανάτου,
ενώ σιγά σαν πάντοτε, φαιδρός και φλογερός,
ο ήλιος την κανονική διέσχιζε τροχιά του.


ΓΡΑΜΜΑ ΕΝΟΣ ΑΡΡΩΣΤΟΥ

Φίλε μου Αλέξη, το 'λαβα το γράμμα σου
και με ρωτάς τι γίνομαι, τι κάνω;
Μάθε, ο γιατρός πως είπε στη μητέρα μου
ότι σε λίγες μέρες θα πεθάνω...

Είναι καιρός όπου έπληξα, διαβάζοντας
όλο τα ίδια που έχω εδώ βιβλία,
κι όλο εποθούσα κάτι νέο να μάθαινα
που να μου φέρει λίγη ποικιλία.

Κι ήρθεν εχθές το νέο έτσι απροσδόκητα
- σιγά ο γιατρός στο διάδρομο εμιλούσε -
και τ' άκουσα. Στην κάμαρα εσκοτείνιαζε
κι ο θόρυβος του δρόμου εσταματούσε.

Έκλαψα βέβαια, κάτω απ' την κουβέρτα μου.
Λυπήθηκα. Για σκέψου, τόσο νέος!
Μα στον εαυτό μου αμέσως υποσχέθηκα
πως θα φανώ, σαν πάντοτε, γενναίος.

Θυμάσαι, που ταξίδια ονειρευόμουνα
κι είχα ένα διαβήτη κι ένα χάρτη
και πάντα για να φύγω ετοιμαζόμουνα
κι όλο η μητέρα μου 'λεγε: το Μάρτη...

Τώρα στο τζάμι ένα καράβι εσκάρωσα
κι ένα του Μαγκρ στιχάκι έχω σκαλίσει:
"Τι θλίψη στα ταξίδια κρύβεται άπειρη!"
Κι εγώ για ένα ταξίδι έχω κινήσει.

Να πεις στους φίλους χαιρετίσματα,
κι αν τύχει κι ανταμώσεις την Ελένη,
πως μ' ένα φορτηγό - πες της - μπαρκάρισα
και τώρα πια να μη με περιμένει...

Αλήθεια! Ο Χάρος ήθελα να 'ρχότανε
σαν ένας καπετάνιος να με πάρει
χτυπώντας τις βαριές πέτσινες μπότες του
κι ένα μακρύ τσιμπούκι να φουμάρει.

Αλέξη, νιώθω τώρα πως σ' εκούρασα.
Μπορεί κιόλας να σ' έκαμα να κλάψεις.
Δε θα 'βρεις, βέβαια, λόγια για μι' απάντηση.
Μα δε θα λάβεις κόπο να μου γράψεις...


MAL DU DEPART

Στην αδερφή μου Ζένια

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.

Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πιά ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά :
"Ηταν μιά λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . . "

Μα ο εαυτός μου μιά βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.

Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.


Η ΠΛΩΡΗ ΜΑΣ

Στον Θ. Λιαρούτσο

Ήταν η πλώρη μας καθώς των φορτηγών οι πλώρες.
Γιομάτη πράγματα παλιά, που εμύριζαν βαριά,
μ’ ένα τραπέζι ξύλινο στη μέση, λερωμένο
και σκαλισμένο σε πολλές μεριές με το σουγιά.

Είχε δεξιά κι αριστερά, απάνω το ‘να στ’ άλλο,
τα ξύλινα κρεβάτια μας στα πλάγια κολλητά,
που έμοιαζαν, μέσα στο θαμπόν, ανάλαφρο σκοτάδι,
φέρετρα που ξεχάστηκαν και μείναν ανοιχτά.

Σε μια γωνιά το αρμάρι μας, απ’ έξω στολισμένο
με ζωγραφιές χρωματιστές από περιοδικό
ή γαλλικές φωτογραφίες αισχρές, που παρασταίνουν
το αμάρτημα της ηδονής το προπατορικό.

Πάντα βασίλευε σιγή θανατερή εκεί μέσα
και περπατούσαμε όλοι μας στις μύτες των ποδιών,
κι ήταν στιγμές που νόμιζες πως άκουες να χτυπούνε
σαν το ρολόι, μες στη σιγή, οι χτύποι των καρδιών.

Κι έκοβε μόνο τη σιγήν ο χτύπος της καμπάνας
που απάνου στο καμπούνι, αργά, χτυπούσε των ωρών
το πέρασμα, μ’ ένα βαρύ μα λυπημένον ήχο,
που πνίγονταν μες στη βοή του αγέρα ή των νεκρών.

Τις Κυριακές, σαν είχανε δουλειά μονάχα οι βάρδιες,
σ' αυτήν εμαζευόμαστε και ανάβαμε φωτιά
κι ή αισχρές, σιγά, για τις γυναίκες λέγαμε ιστορίες
ή το φαΐ μας παίζαμε με πείσμα στα χαρτιά.

Στην πλώρη αυτή κατάστρεψα τον ήρεμον εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή.
Όμως ποτέ δε μ’ άφησε το επίμονο όνειρό μου
και πάντα η θάλασσα πολλά μου λέει, όταν αχεί.


WILLIAM GEORGE ALLUM

Εγνώρισα κάποια φορά σ' ένα καράβι ξένο
έναν πολύ παράξενον Εγγλέζο θερμαστή
όπου δε μίλαγε ποτέ κι ούτε ποτέ είχε φίλους
και μόνο πάντα εκάπνιζε μια πίπα σκαλιστή.

Όλοι έλεγαν μια θλιβερή πως είχε ιστορία
κι όσοι είχανε στο στόκολο με δαύτον εργαστεί
έλεγαν ότι κάποτες, απ' το λαιμό ως τα νύχια,
είχε σε κάποιο μακρινό τόπο στιγματιστεί.

Είχε στα μπράτσα του σταυρούς, σπαθιά ζωγραφισμένα,
μια μπαλαρίνα στην κοιλιά, που εχόρευε γυμνή
κι απά στο μέρος της καρδιάς στιγματισμένην είχε
με στίγματ' ανεξάλειπτα μιαν άγρια καλλονή...

Κι έλεγαν ότι τη γυναίκα αυτή είχε αγαπήσει
μ' άγριαν αγάπη, ακράτητη, βαθιά κι αληθινή·
κι αυτή πως τον απάτησε με κάποιο ναύτη Αράπη
γιατί ήτανε μια αναίσθητη γυναίκα και κοινή.

Τότε προσπάθησεν αυτός να διώξει από το νου του
την ξωτική που αγάπησε, τόσο βαθιά, ομορφιά
κι από κοντά του εξάλειψεν ό,τι δικό της είχε,
έμεινεν όμως στης καρδιάς τη θέση η ζωγραφιά.

Πολλές φορές στα σκοτεινά τον είδανε τα βράδια
με βότανα το στήθος του να τρίβει, οι θερμαστές...
Του κάκου· γνώριζεν αυτός - καθώς το ξέρουμ' όλοι -
ότι του Αννάμ τα στίγματα δε βγαίνουνε ποτές...

Κάποια βραδιά ως περνούσαμε από το Bay of Bisky,
μ' ένα μικρό τον βρήκανε στα στήθια του σπαθί.
Ο πλοίαρχος είπε: "θέλησε το στίγμα του να σβήσει"
και διάταξε στη θάλασσα την κρύα να κηδευθεί.


ΚΑΦΑΡ

Στο Γιώργο Παπά

Να ζείς στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ' το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.

Αλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι το ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.

Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν' ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες.

Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλλας.

Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.

Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,
κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.

Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά -
κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία κι αυτά τάχουν νοθέψει.


COLIAERS

Στο Ν. Φαμελιάρη

Σε πολιτείες του Καναλιού, στο Λίβερπουλ, στο Σουάνς
βλέπει κανείς πρωί πρωί, στους ντόκους με τα κρένια,
κάποιους που δεν μοιάζουνε πολύ για ναυτικοί,
προς τα καράβια οδεύουνε γελώντας δίχως έννοια.

Πέντ’ έξι οργιές τα μπάρκα τους κι όμοια τόσο πολύ,
που ως να τα βρουν κουράζονται πολλές φορές στη ράδα.
Πλώρη ψηλή ψαράδικη, φουγάρο μυτερό,
κι είναι το πιο μεγάλο τους ταξίδι μια βδομάδα.

Ένα βρακί ασιδέρωτο φοράνε βρομερό
και μια φανέλα από φιλέ χειμώνα καλοκαίρι,
ένα μαντίλι της φωτιάς δεμένο στο λαιμό
και περπατάν τρεκλίζοντας πιασμένοι από το χέρι.

Όμως περνούν το τρομερό κανάλι του Saint George
κι ορθοπλωρίζουνε για κει που κυβερνάει το πούσι,
που τα καραβοφάναρα, βογκώντας τρομερά,
τρελαίνουνε τον άμαθο που θα τα προτακούσει.

Περήφανα του Ατλαντικού διαβαίνουν τα νερά,
των φαναριών ακολουθώντας πάντα τις σειρήνες,
χορεύοντας ένα χορό στα κύματ’ αλαφρό,
που οι ναυτικοί των φορτηγών τα λέμε μπαλαρίνες.

Οι Φλαμαντέζοι ναυτικοί γελάν και λένε πως
οι Εγγλέζοι τους πνιγμένους τους κλαίνε μια μέρα μόνο
μ’ αν ήθελαν περσότερο δε θα ‘χανε καιρό:
δέκα απ’ αυτά σαν φύγουνε, γυρνάνε πέντε μόνο.

Από συνήθεια παίρνουνε σε χρήμα την τροφή,
ψωνίζουνε λιγάκι χαμ κι ένα κουτί με βρώμη
μα το ‘χουνε προτιμότερο να πιούνε τα λεφτά,
πριν φύγουν και να τους τραβούν στερνή στιγμή οι λοστρόμοι.

Μα είναι τα πιο καλύτερα που γνώρισα παιδιά
Μπαρκάρουνε τρεκλίζοντας, πάντα δυο δυο πιασμένοι,
και δίχως να το νιώσουνε καλά, πολλές φορές
βουλιάζουν με τα μπάρκα τους γελώντας μεθυσμένοι.


ΜΑΥΡΗ ΛΙΣΤΑ

Στον Π. Τζοάνο

Είναι κάτι μεσόκοποι καπεταναίοι Εγγλέζοι,
που φάγανε τα νιάτα τους στις γέφυρες απάνω,
σε βάρδιες εξαντλητικές, κοιτώντας τα φανάρια,
σε θεωρίες παράξενες για στίγματα, για μήκη,
που όλοι στο νου τους κλείσανε τη ναυτική επιστήμη.
Μα θες από την κούραση ή απ’ το πολύ που έπιναν
έπεσαν έξω, το μεγάλο δίπλωμα τους πήραν,
στη «Μαύρη Λίστα» γράφτηκαν κι ένα χαρτί τους δώσαν,
ένα χαρτί που δίνουμε μονάχα στους λοστρόμους.
Και τότε αυτοί, από κούραση κι από πικρία γιομάτοι,
στις πολιτείες τους μείνανε και δεν εξανάφυγαν.

Ξέρω κάτι μεσόκοπους Εγγλέζους καπετάνιους,
αλκοολικούς, με τις χρυσές που σχίστηκαν στολές τους,
που όλη τη μέρα μες στα μπαρ γυρίζουνε και πίνουν,
τσίκλα μασάν, αισχρολογούν, φωνάζουν, φτύνουν χάμω,
μα σαν βραδιάσει κι αρχινάν να φεύγουν τα καράβια,
κάνοντας μέσα στα νερά του λιμανιού μπρος πίσω,
βγαίνουν αυτοί και κρίνουν με πείσμα τις μανούβρες.
Πολλές φορές μαλώνουνε, παίζουν γροθιές και βγάζουν
κάτι μαχαίρια ναυτικά του Σέφιλντ σκουριασμένα
χτυπιούνται και πεθαίνουνε πάνω σε μπάλες κάμποτ
ή σε τσουβάλια απ’ το Penang μπαχαρικά γιομάτα.


ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΙ

Τρία πράματα στον κόσμο αυτό, πολύ να μοιάζουν είδα.
Τα ολόλευκα μα πένθιμα σχολεία των Δυτικών,
των φορτηγών οι βρώμικες σκοτεινιασμένες πλώρες
και οι κατοικίες των κοινών, χαμένων γυναικών.

Έχουνε μια παράξενη συγγένεια και τα τρία
παρ' όλη τη μεγάλη τους στο βάθος διαφορά,
μα μεταξύ τους μοιάζουνε πολύ, γιατί τους λείπει
η κίνηση, η άνεση του χώρου και η χαρά.




ΠΟΥΣΙ, ποιητική συλλογή

Το 1947, σε ηλικία 37 ετών ο ποιητής εκδίδει την δεύτερη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο "Πούσι", ναυτική λέξη που σημαίνει ομίχλη, καταχνιά. Στα ποιήματα αυτά ο Καββαδίας πραγματεύεται τον πόθο του ναυτικού για την στεριά και τον περήφανο θάνατο στο μέσο του πελάγους.



ΠΟΥΣΙ

Επεσε το πούσι αποβραδίς
το καραβοφάναρο χαμένο
κι έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τμονιέρα να με δείς.

Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί ,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλιά σου.
Κάτω στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.

Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μην κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.

Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κι είν' αλάργα τόσο η Τοκοπίλα.
Από να φοβάμαι να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπιλα.

Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ηρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.


KURO SIWO

Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄ το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.


ΣΤΕΡΙΑΝΗ ΖΑΛΗ

Ο λοστρόμος κρατά μια καραβέλα,
μισή μποτίλια τζιν και δυο μιγάδες,
τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες
στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.

Πηχτό πούσι σκεπάζει τα καρνάγια.
West End - Thame's Street και διπλός έρως.
Ας φυσάνε στο Πλάτα τα Παμπέρος,
ας ρολάρει το κύμα στη Μπισκάγια.

Χαμηλός ουρανός γιομάτος άστρα,
μα δε μοιάζει μ'αυτόν που σε γνωρίζει.
Η μπαρκέτα γυρίζει; Δε γυρίζει.
Το κορίτσι νυστάζει στην Καράστρα.

Βαρέθηκαν οι ναύτες στο τιμόνι,
το' να μάτι σου γέρνει και κοιμάται,
αγρυπνά το δεξί και θυμάται
το φανό που χτυπά μα δε ζυγώνει.

Ο λοστρόμος ξυπνάει και καταριέται
μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια.
Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια
το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται.


CAMBAY'S WATER

Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
"κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω"
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.

Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.

Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε - λέω - φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που 'πες με θυμό: "Θα 'βγω άλλη μέρα..."

Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: "Φάλτσο η πορεία..."

Ξημέρωσε κ' ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μαζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.

Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.


ΑΡΜΙΔΑ

Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κ' έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
- που να ξοδεύτηκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κ' έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.


BLACK AND WHITE

Του Άλμπορ το φανάρι πότε θα φανεί;
Οι μαθήτριες σχολάσανε του ωδείου.
Φωτεινές ρεκλάμες της οδού Σταδίου.
Γέφυρα βρεγμένη σκοτεινή.

Μάτι ταραγμένο μάταια σε κρατώ
στον καιρόν απάνω του Σιρόκου.
Δούλευε το φτυάρι, μαύρε του Μαρόκου
που μασάς βοτάνια για τον πυρετό.

Φεμινά!... Χορός των κεφαλών.
Κ' οι Ναγκό χορεύουν στην Ασία.
Σε πειράζει - μου 'πες - η υγρασία
κ' η παλιά σου αρρώστια της Τουλών.

Τζίντζερ, που κοιτάς με το γυαλί,
το φανάρι του Άλμπορ δεν εφάνη.
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Fanny
στο κρεβάτι σου άλλον να φιλεί.

Κρέας αλατισμένο του κουτιού.
Μύωπα καπετάνιο μου και γέρο,
ένα μαγικό σκονάκι ξέρω
τέλειο για την κόρη του ματιού.

Άναψε στη γέφυρα το φως.
Μέσα μου μιλεί ένας παπαγάλος
γέρος στραβομύτης και μεγάλος
μα γιομάτος πείρα και σοφός.

Μέσα μου βαθιές αναπνοές.
Του Κολόμβου ξύπνησαν οι ναύτες.
Όλες τις ρουκέτες τώρα καφ' τες
και Marconi στείλε το S.O.S.



ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Cabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κ' ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε εκείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.



ΚΑΡΑΝΤΙ

Μπάσσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές,
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μάυρα μπράτσα,
που αρρώστιες τά 'χουνε τσακίσει τροπικιές.

Παντιέρα κίτρινη - σινιάλο του νερού.
Φούντο τις δυο και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυο φανάρια της νυκτός. Κι ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού.

Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα τσιμέντο και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει.

Ορντίνα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ' του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις την μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά, να ζαλιστώ.

Φωτιές ανάβουνε στην άμμο οι ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα οργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.

Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
'Ετσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
δίπλα φορώντας των 'Ινκας τα σκουλαρίκια.


ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΠΑΝΙΣ

Ένα κοχύλι σκουλαρίκι έχεις στ'αυτί
και στα μαλλιά θαλασσινό πράσινο αστέρα.
Tropical stormy in Madras area cholera,
και στα νησιά του Lakha-diwa πυρετοί.

Το 'να σου χέρι ανάλαφρα φύκια κρατά
και το ζερβί σου το λειψό σάπια καβίλλια.
Η Katherine τούτη τη στιγμή, χιλιάδες μίλια...
Βγάνει τη ντάμα με το ρήγα σταυρωτά.

Το «Union Jack» και το σπασμένο τουρκετί
κι ο Γιαπωνέζος στην παντιέρα μαύρη μπάλα.
Η αφή της όμοια με το πέρσικο γατί
Που 'χες ψωνίσει πριν τρεις μήνες στην Bomballa.

Περαστική τώρα η Γοργόνα η τροπική
σε βλέπει αδιάφορη κι απέ σε φέρνει βόρτα.
Αλλιώτικες όσες σταμπάρουν ναυτικοί
κι άλλες αυτές που σε τραβούσανε στα πόρτα.

Ο κατασκότεινος βρέχει νερένιος ουρανός
μολύβι, εγγλέζικες κονσέρβες, porridge, νάρκες.
Παίζει τερπνό, παράξενο παιγνίδι με τις σάρκες
καθώς διαβαίνει ο σκύλος ο θαλασσινός.

Τοπίο σκωτσέζικο σκυλιά και κυνηγοί,
πύργος με φάντασμα παλιό Johnnie Walker whisky.
Απόψε δυο χαλύβδινοι πρωραίοι πυργίσκοι
προσμένουν Τρίτωνες για βάρδιας αλλαγή.

Γουίλλιαμ!... Γέλα στο βυθό φλεγματικά,
αφού πια τίποτα δε μέλλει να προδώσεις.
Ας παίξουν κι άλλοι με παιγνίδια ναυτικά
κι άλλοι ας φορέσουνε φανέλλα με ραβδώσεις.



FEDERICO GARCIA LORCA

Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρωγοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τ' αχαμνά του.

Του ταύρου ο Πίκασσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο - πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά - ξοπίσω εμείς - και μη σε μέλλει.

Κάτου απ' τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.

Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κ' ίσα έν' αντρίκιο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.

Κοπέλες απ' το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ' απ' τα διψασμένα της χωράφια τ' ανοιχτά.

Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό ν' ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.



ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ητανε κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ' έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις,
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.

Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανοι οι Χιλιάνοι
- 'Αγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή -
Τυφλό κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.

Νερό καλάρει το fore peak, νερό και τα πανόλια
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί;

Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εχτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.

Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μες στο ρικσά.

Κάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες "σ' αγαπώ".
Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.



ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ημαστε σκυφτοί κι οι δυό στο χάρτη,
γύρισες και μού 'πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.

Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.

Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.

Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλινώριο πήρα κάτου.
Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
"Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά".

Άλλοτε απ' τον ίδιο ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.

Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δυό σελλίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.

Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πιά δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.



ΜΑΡΕΑ

Ο Αλτεμπαράν ψάχνει να βρει μες στα νερά
το παλινώριο που τον γέλασε δυο κάρτες.
Στης προβολής να τρέχουν βλέπαμε τους χάρτες
του Chagall άλογα τσίρκο του Seurat.

Πυξίδα γέρικη ataxie locomotrice
και στοιχειωμένη από τα χείλια σου σφυρίχτρα.
Στην κόντρα γέφυρα προσμένατε κ' οι τρεις
να λύσει το άστρο του Αλμποράν η χαρτορίχτρα.

Της τραμουντάνας τ'άστρο, τ'άστρο του Νοτιά
παντρεύονται με πορφυρόχρωμους κομήτες.
Του Mazagan οι θερμαστές οι Σοδομίτες
παίξαν του Σέσωστρη τη κόρη στα χαρτιά.

Η ξύλινη που όλοι αγαπήσαμε Γοργόνα,
καθώς βουτά παίρνει παράξενες ανάσες.
Προτού κολλήσουμε για πάντα στις Σαργάσσες,
μας πρόδωσε μ'ένα πνιγμένο του Νορόνα.

Πουλιά στα ξάρτια καραντί στεργιανή ζάλη
χελιδονόψαρα πνιγμένου δαχτυλίδι.
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγελάνου οι παπαγάλοι.

Η καραβίσια σκύλα οσμίζεται ρεστία
και το κορμί σου το νερό που θα καλάρει.
Τη νύχτα οι ναύτες κυνηγάνε το φεγγάρι
και την ημέρα ταξιδεύουνε στ’ αστεία.



ΛΥΧΝΟΣ ΤΟΥ ΑΛΑΔΔΙΝΟΥ

Την ανεξήγητη γραφή να λύσω πολεμώ
που σου χαράξαν πειρατές Κινέζοι στις λαγόνες.
Γυμνοί με ξύλινους φαλλούς τριγύρω στο λαιμό,
μας σπρώχναν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες.

Κόκκαλο ρίξε στο σκυλί το μαύρο που αλυχτά
και στείλε τη "φιγούρα" μας στον πειρατή ρεγάλο.
Πες μου, που βρέθηκε η στεριά στου πέλαου τ' ανοιχτά
και το δεντρί με το πουλί που κρώζει το μεγάλο;

Για το άστρο της Ανατολής κινήσαμε μικροί.
Πουλί, πουλάκι στεριανό, θάλασσα δε σου πρέπει!
Και σε που σε φυτέψαμε, παιδί, στο Κονακρί,
με γράμμα συμβουλευτικό της μάνας σου στην τσέπη.

Του ναύτη δος του στη στεριά κρεβάτι, και να πιει.
-Όλο τον κόσμο γύρισες, μα τίποτα δεν είδες...-
Μες στο μετάξι κρύβονταν της Ίντιας οι σκορπιοί
κ' έφερνε ο αγέρας της νοτιάς στην πλώρη άμμο κι ακρίδες.

Σημάδι μαύρο απόμεινε κι ας έσπασε ο χαλκάς.
- Στην αγορά του Αλιτζεριού δεμένη να σε σύρω. -
Και πήδηξ' ο μικρός θεός μια νύχτα, των Ινκάς,
στου Αιγαίου τα γαλανά νερά, δυο μίλια όξω απ' τη Σκύρο.

Μεσάνυχτα και ταξιδεύεις δίχως πλευρικά!
Σκιάζεσαι μήπως στο γιαλό τα φώτα σε προδίνουν,
μα πρύμα πλώρα μόνο εσύ πατάς στοχαστικά,
κρατώντας στα χεράκια σου το λύχνο του Αλαδδίνου.